- καθόπερ
- καθόπερ, ιων. τ. κατόπερ (Α)(αντί τού καθ' ὅπερ), ακριβώς όπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ' ὅπερ < κατ(α)-* + ὅ-περ (< ουδ. τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ + βεβαιωτικό μόριο -περ), πρβλ. καθάπερ < καθ' ἅ-περ].
Dictionary of Greek. 2013.